ενικός         πληθυντικός  
viewer viewers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
viewer < view + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

viewer (en)

  • ο τηλεθεατήςτηλεθεάτρια, άνθρωπος που παρακολουθεί τηλεόραση ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο
    ⮡  Too many ads wear out the viewer.
    Οι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή.