vicadmiralo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vicadmiralo | vicadmiraloj |
αιτιατική | vicadmiralon | vicadmiralojn |
vicadmiralo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vicadmiralo | vicadmiraloj |
αιτιατική | vicadmiralon | vicadmiralojn |
vicadmiralo (eo)