viager
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viager | viagers |
θηλυκό | viagère | viagères |
viager (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
viager | viagers |
viager (fr) αρσενικό
- αποδοχές μιας πώλησης που δίνει την επικαρπία ενός αντικειμένου για όλη τη διάρκεια της ζωής αυτού που το πουλάει