Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό viager viagers
θηλυκό viagère viagères

viager (fr)

  1. που διαρκεί μέχρι τον θάνατο κάποιου, για όλη του τη ζωή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
viager viagers

viager (fr) αρσενικό

  1. αποδοχές μιας πώλησης που δίνει την επικαρπία ενός αντικειμένου για όλη τη διάρκεια της ζωής αυτού που το πουλάει