viŝilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- viŝilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viŝilo | viŝiloj |
αιτιατική | viŝilon | viŝilojn |
viŝilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viŝilo | viŝiloj |
αιτιατική | viŝilon | viŝilojn |
viŝilo (eo)