vespo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- vespo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vespo | vespoj |
αιτιατική | vespon | vespojn |
vespo (eo)
- (εντομολογία) η σφήκα