verruqueux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- verruqueux < λατινική verrucosus
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | verruqueux | verruqueux |
θηλυκό | verruqueuse | verruqueuses |
verruqueux (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- organe verruqueux - όργανο που καλύπτεται από μικρά σαρκώματα