Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

verruqueux < λατινική verrucosus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.ʁy.kø/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό verruqueux verruqueux
θηλυκό verruqueuse verruqueuses

verruqueux (fr)

  1. που έχει τη μορφή μυρμηκιάς
  2. γεμάτος μυρμηκιές
  3. (ιατρική) που συνοδεύεται από μυρμηκιές

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • organe verruqueux - όργανο που καλύπτεται από μικρά σαρκώματα