verdello
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
verdello | verdelli |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /verˈdɛl.lo/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- verdello - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).