vendu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vendu | vendus |
θηλυκό | vendue | vendues |
vendu (fr)
Μετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vendu | vendus |
θηλυκό | vendue | vendues |
vendu (fr)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαvendu (eo)
- προστακτική του ρήματος vendi