Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
venaison venaisons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

venaison (fr) θηλυκό

  1. κρέας από μεγάλο θήραμα (ελάφι, αγριόχοιρο, κλπ)
  2. το λίπος ελαφιού ή αγριόχοιρου