velu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- velu < δημώδης λατινική villutus < villus, τρίχα
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | velu | velus |
θηλυκό | velue | velues |
velu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | velu | velus |
θηλυκό | velue | velues |
velu (fr)