Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vaste vastes

vaste (fr) αρσενικό ή θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
vaste < vast- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

vaste (eo)

temas pri vaste rigardata kanzonkonkurso - πρόκειται για διαγωνισμό τραγουδιού που παρακολουθείται ευρέως

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη vast-