vartejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vartejo | vartejoj |
αιτιατική | vartejon | vartejojn |
vartejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vartejo | vartejoj |
αιτιατική | vartejon | vartejojn |
vartejo (eo)