varieteo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- varieteo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varieteo | varieteoj |
αιτιατική | varieteon | varieteojn |
varieteo (eo)
- το βαριετέ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varieteo | varieteoj |
αιτιατική | varieteon | varieteojn |
varieteo (eo)