varbado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varbado | varbadoj |
αιτιατική | varbadon | varbadojn |
varbado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varbado | varbadoj |
αιτιατική | varbadon | varbadojn |
varbado (eo)