vantemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vantemo | vantemoj |
αιτιατική | vantemon | vantemojn |
vantemo (eo)
- η αλαζονία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vantemo | vantemoj |
αιτιατική | vantemon | vantemojn |
vantemo (eo)