vanteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vanteco | vantecoj |
αιτιατική | vantecon | vantecojn |
vanteco (eo)
- η αλαζονία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vanteco | vantecoj |
αιτιατική | vantecon | vantecojn |
vanteco (eo)