vango
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vango < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vango | vangoj |
αιτιατική | vangon | vangojn |
vango (eo)
- το μάγουλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vango | vangoj |
αιτιατική | vangon | vangojn |
vango (eo)