valizeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valizeto | valizetoj |
αιτιατική | valizeton | valizetojn |
valizeto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valizeto | valizetoj |
αιτιατική | valizeton | valizetojn |
valizeto (eo)