vadrouilleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.dʁu.jœːʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vadrouilleur | vadrouilleurs |
θηλυκό | vadrouilleuse | vadrouilleuses |
vadrouilleur (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο περιπατητής, ο σουλατσαδόρος