ενικός         πληθυντικός  
vérole véroles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vérole (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) εξανθηματική ασθένεια
  2. (οικείο) σύφιλη

Εκφράσεις

επεξεργασία