vénère
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvénère (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (verlan) (οικείο) εκνευρισμένος, τσατισμένος, θυμωμένος
- {[eg}} Je comprends que tu sois vénère. - Καταλαβαίνω ότι είσαι τσατισμένος.