usonano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | usonano | usonanoj |
αιτιατική | usonanon | usonanojn |
usonano (eo)
- ο Αμερικανός, ο κάτοικος των ΗΠΑ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | usonano | usonanoj |
αιτιατική | usonanon | usonanojn |
usonano (eo)