urbodomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urbodomo | urbodomoj |
αιτιατική | urbodomon | urbodomojn |
urbodomo (eo)
- το δημαρχείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urbodomo | urbodomoj |
αιτιατική | urbodomon | urbodomojn |
urbodomo (eo)