uragano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uragano | uraganoj |
αιτιατική | uraganon | uraganojn |
uragano (eo)
- ο τυφώνας
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /u.raˈɡa.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
uragano | uragani |
uragano (it) αρσενικό
- (άνεμος) ανεμοστρόβιλος, τυφώνας
- → δείτε και τη λέξη ραγάνι
Πηγές
επεξεργασία- uragano - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).