ulno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ulno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulno | ulnoj |
αιτιατική | ulnon | ulnojn |
ulno (eo)
- ο πήχης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulno | ulnoj |
αιτιατική | ulnon | ulnojn |
ulno (eo)