typo
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
typo | typos |
Ετυμολογία επεξεργασία
- typo < περικοπή του typographical error (τυπογραφικό λάθος), ή typographer (τυπογράφος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
typo (en)
ενικός | πληθυντικός |
typo | typos |
typo (en)