ενικός         πληθυντικός  
typo typos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
typo < περικοπή του typographical error (τυπογραφικό λάθος), ή typographer (τυπογράφος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

typo (en)

  1. το τυπογραφικό λάθος
  2. ο στοιχειοθέτης
     συνώνυμα: compositor, typographer