turkiso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- turkiso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turkiso | turkisoj |
αιτιατική | turkison | turkisojn |
turkiso (eo)
- (ορυκτολογία) το τιρκουάζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turkiso | turkisoj |
αιτιατική | turkison | turkisojn |
turkiso (eo)