turkino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turkino | turkinoj |
αιτιατική | turkinon | turkinojn |
turkino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turkino | turkinoj |
αιτιατική | turkinon | turkinojn |
turkino (eo)