trustworthiness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trustworthiness < trustworthy + -ness
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrustworthiness (en) (μη μετρήσιμο)
- η αξιοπιστία
- ⮡ The President’s trustworthiness suffered greatly.
- Η αξιοπιστία του Προέδρου ζημιώθηκε πολύ.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη credibility
- ⮡ The President’s trustworthiness suffered greatly.
Πηγές
επεξεργασία- trustworthiness - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 86. ISBN 9780194325684., λήμμα: αξιοπιστία