• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

troupier

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
troupier < troupe + -ier

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁu.pje/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό troupier troupiers
θηλυκό troupière troupières

troupier (fr) αρσενικό

  • (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) ο στρατιωτικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=troupier&oldid=5401093"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Ιανουαρίου 2022, στις 18:15

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Ido
    • Malagasy
    • Русский
    • Tiếng Việt
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Ιανουαρίου 2022, στις 18:15.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας