ενικός         πληθυντικός  
troop troops

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

troop (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) τα στρατεύματα, ειδικά σε μεγάλες ομάδες
    ⮡  The troops advanced in battle formation.
    Τα στρατεύματα προχώρησαν σε διάταξη μάχης.
  2. η ομάδα, το τσούρμο, το μπουλούκι
    ⮡  a troop of scouts - ομάδα προσκόπων
    ⮡  a troop of schoolchildren - ένα τσούρμο μαθητές
    ⮡  a troop of tourists - ένα μπουλούκι τουρίστες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη group