troop
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
troop | troops |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtroop (en)
- (μόνο πληθυντικός) τα στρατεύματα, ειδικά σε μεγάλες ομάδες
- ⮡ The troops advanced in battle formation.
- Τα στρατεύματα προχώρησαν σε διάταξη μάχης.
- ⮡ The troops advanced in battle formation.
- η ομάδα, το τσούρμο, το μπουλούκι