Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
trogne
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
trogne
trognes
trogne
(fr)
θηλυκό
(
οικείο
) ευχάριστο ή χοντροκομένο
μούτρο
(
ειδικότερα
) το πρόσωπο του
καλοφαγά
ή του
πότη