Ετυμολογία

επεξεργασία
trista < trist- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trista tristaj
αιτιατική tristan tristajn

trista (eo)

venis tre trista informo - ήρθε πολύ θλιβερή πληροφορία