tripo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tripo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tripo | tripoj |
αιτιατική | tripon | tripojn |
tripo (eo)
- τα εντόσθια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tripo | tripoj |
αιτιατική | tripon | tripojn |
tripo (eo)