Ετυμολογία

επεξεργασία
tringler < tringle + -er

tringler (fr)

  1. τραβώ μια ευθύγραμμη γραμμή χάρη σε ένα σπάγγο που έχουμε περάσει μέσα σε κιμωλία
  2. (χυδαίο) γαμώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη tringle