Ετυμολογία

επεξεργασία
trideko < tridek + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trideko tridekoj
αιτιατική tridekon tridekojn

trideko (eo)

trideko da vojaĝantoj atendis..., τριάντα ταξιδιώτες περίμεναν...