trejnistino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trejnistino | trejnistinoj |
αιτιατική | trejnistinon | trejnistinojn |
trejnistino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trejnistino | trejnistinoj |
αιτιατική | trejnistinon | trejnistinojn |
trejnistino (eo)