transmisiado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transmisiado | transmisiadoj |
αιτιατική | transmisiadon | transmisiadojn |
transmisiado (eo)
- η μετάδοση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transmisiado | transmisiadoj |
αιτιατική | transmisiadon | transmisiadojn |
transmisiado (eo)