transactionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- transactionnel < transaction
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transactionnel | transactionnels |
θηλυκό | transactionnelle | transactionnelles |
transactionnel (fr)
- σχετικός με μια συναλλαγή