tranoktado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranoktado | tranoktadoj |
αιτιατική | tranoktadon | tranoktadojn |
tranoktado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranoktado | tranoktadoj |
αιτιατική | tranoktadon | tranoktadojn |
tranoktado (eo)