trankvilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trankvilo | trankviloj |
αιτιατική | trankvilon | trankvilojn |
trankvilo (eo)
- η ηρεμία
- la trankvilo de la kamparo - η ηρεμία της εξοχής