Ετυμολογία

επεξεργασία
trankvilo < trankvil- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trankvilo trankviloj
αιτιατική trankvilon trankvilojn

trankvilo (eo)

  1. η ηρεμία
    la trankvilo de la kamparo - η ηρεμία της εξοχής