tranĉilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranĉilo | tranĉiloj |
αιτιατική | tranĉilon | tranĉilojn |
tranĉilo (eo)
- το μαχαίρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranĉilo | tranĉiloj |
αιτιατική | tranĉilon | tranĉilojn |
tranĉilo (eo)