traktato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traktato | traktatoj |
αιτιατική | traktaton | traktatojn |
traktato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traktato | traktatoj |
αιτιατική | traktaton | traktatojn |
traktato (eo)