toxic waste colonialism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- toxic waste colonialism < toxic + waste + colonialism, νεολογισμός
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
toxic waste colonialism (en)
- (διεθνής πολιτική, περιβαλλοντική πολιτική) συνώνυμο του toxic colonialism· (κυριολεκτικά) αποικιοκρατία / αποικιοκρατισμός των τοξικών αποβλήτων