tout-à-l'égout
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tout-à-l'égout | tout-à-l'égout |
tout-à-l'égout (fr) αρσενικό
- η αποχέτευση, το σύνολο των σωληνώσεων που οδηγούν τα νερά μιας κατοικίας στον υπόνομο