tourbier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tourbier | tourbiers |
tourbier (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tourbier | tourbiers |
θηλυκό | tourbière | tourbières |
tourbier (fr)
- σχετικός με την τύρφη