Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tourbier tourbiers

tourbier (fr) αρσενικό

  1. αυτός που ασχολείται με την εξόρυξη της τύρφης

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tourbier tourbiers
θηλυκό tourbière tourbières

tourbier (fr)

  1. σχετικός με την τύρφη