Ετυμολογία

επεξεργασία
toprak olmak < toprak ("χώμα") & olmak ("γίνομαι") (κυριολεκτικά: γίνομαι χώμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔpˈɾɑk ɔɫˈmɑk/

toprak olmak (tr)