topology
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
topology | topologies |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- topology < υστερολατινική topologia < αρχαία ελληνική τόπος (τοπο-) + λόγος. Αναλύεται topo- + -logy (τοπο- + -λογία)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
topology (en) θηλυκό
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Topology (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια