ενικός         πληθυντικός  
topology topologies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
topology < υστερολατινική topologia < αρχαία ελληνική τόπος (τοπο-) + λόγος. Αναλύεται topo- + -logy (τοπο- + -λογία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /təˈpɒlədʒi/
ΔΦΑ : /təˈpɑlədʒi/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

topology (en) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία