topographe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- topographe < topographie (δείτε και (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή τοπογράφος) τόπος topo- + -graphe (-γράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
topographe | topographes |
topographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- topographe - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé