Ετυμολογία

επεξεργασία
topographie < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή τοπογράφος, τόπος topo- + -graphie (-γραφία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
topographie topographies

topographie (fr) θηλυκό